- ξεπλέκω
- 1. λύνω κάτι πλεγμένο, ξηλώνω («ξέπλεξα το πουλόβερ»)2. αφήνω λυτά τα μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πλέκω (αόρ. ἐξ-έπλεξα), βλ. και λ. ξ(ε)-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεπλέκω — ξεπλέκω, ξέπλεξα βλ. πίν. 25 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεπλέκω — ξέπλεξα, ξεπλέχτηκα, ξεπλεγμένος 1. ανοίγω τις πλεξούδες γυναικείων μαλλιών: Με ξεπλεγμένα τα μαλλιά βγήκε στο παραθύρι. 2. διαλύω, χαλνώ, αποσυνδέω κάτι που είναι πλεγμένο: Έκανα ένα λάθος στην πλέξη και ξέπλεξα όλο το πλεχτό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό … Dictionary of Greek
αναπλέκω — (Α ἀναπλέκω και επικ. ἀμπλέκω) 1. πλέκω τα μαλλιά μου προς τα επάνω ή επιμελώς, καλοχτενίζω (στα αρχ. το μέσ 2. (για γραπτό λόγο) επεξεργάζομαι, καλλωπίζω, «χτενίζω» (νεοελλ 1. ξαναπλέκωτα λυμένα μου μαλλιά 2. λύνω τα πλεγμένα μου μαλλιά, ξεπλέκω … Dictionary of Greek
αντιπλέκω — (AM ἀντιπλέκω) νεοελλ. ξεπλέκω μσν. κάνω δολοπλοκίες εναντίον κάποιου αρχ. πλέκω σταυρωτά (για ταινίες και επιδέσμους) … Dictionary of Greek
εκπλέκω — (AM ἐκπλέκω) 1. λύνω 2. ξεπλέκω αρχ. 1. κατορθώνω 2. αναπτύσσω … Dictionary of Greek
μεταπλέκω — (Α) ξεπλέκω και πλέκω κάτι με διαφορετικό τρόπο … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξέπλεγμα — το [ξεπλέκω] λύσιμο πλεγμένου πράγματος … Dictionary of Greek
ξέπλεκος — και ξέπλεγος, η, ο 1. (συν. για μαλλιά) ξεπλεγμένος, λυτός 2. αυτός που έχει τα μαλλιά του λυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματισμός από το ρ. ξεπλέκω] … Dictionary of Greek